- παραδαρμένος
- -η, -ο(μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παραδέρνω)1. αυτός που ξυλοκοπήθηκε υπερβολικά: Είναι παραδαρμένος και φοβούμαι πως δε θα συνέλθει εύκολα.2. ταλαιπωρημένος, κακομοιριασμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος: Σφίγγει στα στήθια πάνω παραδαρμένο ένα κορμί (Κρυστάλλης).3. το θηλ., παραδαρμένη ως ουσ., η κοιλιά: Στρώθηκε ακάλεστος, ώσπου γέμισε την παραδαρμένη του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.